- υπομανία
- η, Νιατρ. ήπια μορφή μανίας χωρίς παραλήρημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπομανιακός — ή, ό, Ν [υπομανία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπομανία («υπομανιακό σύμπτωμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υπομανία 3. φρ. «υπομανιακή κατάσταση» υπομανία … Dictionary of Greek